προξενικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο προξενείο ή τον πρόξενο: Προξενική θεώρηση διαβατηρίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλαϊτζής — Επώνυμο πλούσιας οικογένειας από την Κωνσταντινούπολη, η οποία καταγόταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Επειδή οι Τούρκοι υποψιάστηκαν τα μέλη της για συνεργασία στο επαναστατικό κίνημα του Υψηλάντη, τα φυλάκισαν αδιακρίτως φύλου και ηλικίας … Dictionary of Greek
πράκτορας — ο, η / πράκτωρ, ορος, ΝΑ, θηλ. και πρακτόρισσα, Ν, και πρακτόρεια, Α νεοελλ. 1. (νομ.) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διεκπεραιώνει, με αμοιβή, ξένες υποθέσεις ή παρέχει συμβουλές και πληροφορίες κατά τις συναλλαγές, όπως λ.χ. για αγορά πραγμάτων,… … Dictionary of Greek
πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… … Dictionary of Greek
Δελημπεράκης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Ύδρα. 1. Γεώργιος. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στο Ισμαήλιο, όπου ήταν έμπορος σιτηρών. Μετά την εθνική αποκατάσταση εργάστηκε ως προξενικός υπάλληλος. 2. Ηλίας. Αδελφός του προηγούμενου. Σκοτώθηκε… … Dictionary of Greek
Σακελλίων, Ιωάννης — Φιλόλογος και αρχειοδίφης (Νάξος 1815 Αθήνα 1891). Μετά τις φιλολογικές σπουδές του στο πανεπιστήμιο Αθηνών υπηρέτησε ως υπάλληλος του υπουργείου των Στρατιωτικών (1833 1839), ως προξενικός γραμματέας και πράκτορας στην Κω (1839 1850), ως… … Dictionary of Greek